φυτοπαθολόγος

φυτοπαθολόγος
ο , η фитопатолог

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φυτοπαθολόγος" в других словарях:

  • φυτοπαθολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στη φυτοπαθολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytopathologist < phytopathology (βλ. λ. φυτοπαθολογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φυτοπαθολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικός στη φυτοπαθολογία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»